- ιεροδιδασκαλείο(ν)
- το духовное училище, семинария
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιεροδιδασκαλείο — το σχολή στην οποία εκπαιδεύονται σπουδαστές που προορίζονται να αναλάβουν ιερατικά και διδασκαλικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιεροδιδάσκαλος. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροδιδασκαλείον μαρτυρείται στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek
ιεροδιδασκαλείο — το σχολή όπου φοιτούν σπουδαστές που προορίζονται να γίνουν ιερείς και δάσκαλοι συγχρόνως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άλι Αμπντάλ-Ράζεκ — (1888 – ;). Αιγύπτιος ιεροδιδάσκαλος, νομομαθής και πολιτειολόγος. Σπούδασε στο ιεροδιδασκαλείο του Καΐρου και στο πανεπιστήμιο της ίδιας πόλης, απ’ όπου αποφοίτησε το 1911. Κατόπιν φοίτησε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου της Οξφόρδης (1913… … Dictionary of Greek
ειρηναίος — I (1ος αι. μ.Χ.). Αλεξανδρινός γραμματικός, γνωστός και με το λατινικό όνομα Minucius Pacatus. Μαθήτευσε κοντά στον Ηλιόδωρο τον μετρικό και, όπως προκύπτει από το λατινικό όνομά του, είναι πιθανό ότι δίδαξε για ένα διάστημα και στη Ρώμη. Έγραψε… … Dictionary of Greek
ιεροσπουδαστήριο — το ιεροδιδασκαλείο*, σχολείο που ετοιμάζει ιερείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + σπουδαστήριο. Η λ. στον λόγιο τ. ιεροσπουδαστήριον μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν Νομοτεχνικόν Λεξικόν] … Dictionary of Greek
καβάλα — Πόλη (υψόμ. 53 μ., 58.663 κάτ.) και λιμάνι της Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Κ. και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η Κ. είναι χτισμένη αμφιθεατρικά –ο αρχικός πυρήνας της πόλης είναι χτισμένος σε δύο λόφους, που τους ενώνει το παλιό μνημειώδες… … Dictionary of Greek
μεντρεσές — και μενδρεσές, ο σχολείο και ειδικά μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο, αλλά και, γενικότερα, κάθε μουσουλμανικό κτήριο προοριζόμενο για τις επιστήμες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. medrese] … Dictionary of Greek
Αβλονί, Αμπουλά — (1878 – 1934).Ουζμπέκος ποιητής από την Τασκένδη. Σπούδασε στον Μεντρεσέ (μουσουλμανικό ιεροδιδασκαλείο) της Τασκένδης. Στην προεπαναστατική περίοδο προσπάθησε με το έργο του να μορφώσει τους συμπατριώτες του. Για τον ίδιο σκοπό εξέδωσε το 1907… … Dictionary of Greek
Αέρηδες — Το αρχαίο υδραυλικό ρολόι του Ανδρόνικου Κυρρήστου, στο τέρμα της οδού Αιόλου, στην Αθήνα. Το ρολόι κατασκευάστηκε τον 1o αι. π.Χ. από λευκό μάρμαρο σε σχήμα οκταγωνικού πύργου. Ο πύργος έχει ύψος 12,80 μ. και διάμετρο 7,95 μ., ενώ το πλάτος της… … Dictionary of Greek
Ακ-Σαραγί — (14ος αι.). Τούρκος ιεροδιδάσκαλος (ουλεμάς) που έζησε την εποχή του Μουράτ Α’. Το όνομά του ήταν Σεΐχ Δζεμαλεντίν Μεχμέτ, τον αποκαλούσαν όμως Α.Σ. από το όνομα της πόλης της καταγωγής του Ακ Σαράι (το Ικόνιο στα τουρκικά). Στον τρόπο… … Dictionary of Greek
Αλή πασάς, Μαχντούμπ — (15ος αι.). Τούρκος μεγάλος βεζίρης επί Βαγιαζίτ Β’ (1447 1512). Διορίστηκε αρχηγός του τουρκικού στρατού σε διάφορες εκστρατείες, με σπουδαιότερες εκείνες της Τρανσυλβανίας, της Κιλικίας και της Πελοποννήσου. Κατόρθωσε να νικήσει και στις τρεις… … Dictionary of Greek